ανεγγύητος

ανεγγύητος
-η, -ο
αυτός για τον οποίο δεν δόθηκε εγγύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγυώ (-άω). Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεγγύητος — η, ο αυτός για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση: Το γραμμάτιο ήταν ανεγγύητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέγγυος — ἀνέγγυος, ον (Α) 1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος 2. αφερέγγυος 3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο 4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγύη «εγγύηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”